βαγίζω

βαγίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βαγίζω" в других словарях:

  • βαγίζω — και βαΐζω ισα, βαϊσμένος, γέρνω: Βάϊσα από το πολύ βάρος που κουβαλάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαγίζω — και βαΐζω [βάγιο] 1. κάνω κάτι να λυγίσει, κάμπτω 2. (για δέντρο) λυγίζω από τον πολύ καρπό, έχω αφθονία καρπών 3. (για άνθρωπο) λυγίζω από το βάρος της ηλικίας …   Dictionary of Greek

  • αβάγιστος — η, ο [βαγίζω] 1. άκαμπτος, αλύγιστος 2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος …   Dictionary of Greek

  • βαΐζω — βλ. βαγίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»