βαγίζω
Смотреть что такое "βαγίζω" в других словарях:
βαγίζω — και βαΐζω ισα, βαϊσμένος, γέρνω: Βάϊσα από το πολύ βάρος που κουβαλάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαγίζω — και βαΐζω [βάγιο] 1. κάνω κάτι να λυγίσει, κάμπτω 2. (για δέντρο) λυγίζω από τον πολύ καρπό, έχω αφθονία καρπών 3. (για άνθρωπο) λυγίζω από το βάρος της ηλικίας … Dictionary of Greek
αβάγιστος — η, ο [βαγίζω] 1. άκαμπτος, αλύγιστος 2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος … Dictionary of Greek
βαΐζω — βλ. βαγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)